χούφτωμα

χούφτωμα
και φούχτωμα, το, Ν [χουφτώνω / φουχτώνω]
1. το να αρπάζει κανείς κάτι με την χούφτα
2. μτφ. βάναυση ερωτική χειρονομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χούφτωμα — χούφτωμα, το και φούχτωμα, το, ατος βλ. χούφτιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούχτωμα — το, Ν [φουχτώνω] βλ. χούφτωμα …   Dictionary of Greek

  • χουφτωσιά — και φουχτωσιά, η, Ν χούφτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χουφτωσ /φουχτωσ τού αορ. χούφτωσα / φούχτωσα τού χουφτώνω / φουχτώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. ριξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • χούφτιασμα — και φούχτιασμα, το, Ν [χουφτιάζω / φουχτιάζω] χούφτωμα …   Dictionary of Greek

  • φούχτωμα, το — και χούφτωμα,το ατος, το άδραγμα, το άρπαγμα, το κράτημα με την παλάμη, με τη φούχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”